- εμπρέπω
- ἐμπρέπω (Α)διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.)αρχ.1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ' ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.)2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος4. απρόσ. ἐμπρέπειαρμόζει, είναι πρέπον, ταιριάζει («τραπέζῃ τῇ βασιλέως διακονεῑν ἐμπρέπει», Ηλιόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.